- ιστόριον
- ἱστόριον, τὸ (Α) [ίστωρ]λογικό επιχείρημα, απόδειξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱστόριον — fact neut nom/voc/acc sg ἱ̱στόριον , ἱστορέω inquire into imperf ind act 3rd pl (doric) ἱ̱στόριον , ἱστορέω inquire into imperf ind act 1st sg (doric) ἱστορέω inquire into imperf ind act 3rd pl (doric) ἱστορέω inquire into imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορίοισιν — ἱστόριον fact neut dat pl (epic ionic aeolic) ἱστορέω inquire into pres part act masc/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστόρια — ἱστόριον fact neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… … Dictionary of Greek